ξεσκοτίζομαι

ξεσκοτίζομαι
ξεσκοτίστηκα, παύω να είμαι σκοτισμένος, αποβάλλω τη ζάλη, τις φροντίδες: Έκανα μια βόλτα να ξεσκοτιστώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεσκοτίζω — (συν. το μέσ.) ξεσκοτίζομαι διώχνω τις σκοτούρες, ξεχνώ τις φροντίδες και τις έγνοιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκοτίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”